- αὐτοδαής
- αὐτοδαήςself-taughtmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αυτοδαής — αὐτοδαής, ές (Α) αυτοδίδακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + δαής < εδάην, αόρ. β του *δάω «μαθαίνω» (πρβλ. το ομόρριζο διδάσκω)] … Dictionary of Greek
αὐτοδαῆ — αὐτοδαής self taught neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) αὐτοδαής self taught masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) αὐτοδαής self taught masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… … Dictionary of Greek